ἡνίαν

ἡνίαν
ἡνίᾱν , ἡνία 2
bridle
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • вожа — ВОЖ|А (2*), Ѣ ( А) с. Вожжи: въземи оу тимоще одиноу на десѩтѣ гривъноу оу въицина шоурина на конѣ сани и хомоуто и воже и оголове и попоноу. ГрБ № 78, 60 70 XII; | образн.: ѥда величанье законъ полага˫а выше чл҃вка. раслаблѩ˫а ѡ(т)ча˫анье(м)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ηνία — Οι δερμάτινοι ιμάντες, γνωστοί και ως γκέμια, που προσδένονται στους δακτυλίους που βρίσκονται στις δύο άκρες του χαλιναριού και χρησιμεύουν στην οδήγηση ενός υποζυγίου. Το είδος των η. διαφέρει ανάλογα με το αν ο οδηγός είναι έφιππος, πεζός ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”